πυστός

πυστός
-ή, -όν, ΜΑ
1. γνωστός, ξακουστός
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῡ πεύθω, ὅ σημαίνει τὸ ἀκούω, γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ-τος < θ. πυθ- τού πυ-ν-θάνομαι (πρβλ. αόρ. β' ἐπυθ-όμην) + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθέτων, με συριστικοποίηση τού -θ- πριν από το -τ- (πρβλ. πιστός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυστός — learnt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυστά — πυστός learnt neut nom/voc/acc pl πυστά̱ , πυστός learnt fem nom/voc/acc dual πυστά̱ , πυστός learnt fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυστόν — πυστός learnt masc acc sg πυστός learnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυστοῖς — πυστός learnt masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήπυστος — νήπυστος, ον (Α) ανήκουστος, άγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»), πρβλ. ά πυστος, έκ πυστος] …   Dictionary of Greek

  • άπυστος — ἄπυστος, ον (Α) [πυστός] 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει κανείς κάτι 2. αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί 3. αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε τίποτε, απληροφόρητος …   Dictionary of Greek

  • πάμπυστος — πάμπυστος, ον (Α) 1. πασίγνωστος, γνωστότατος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμπυστα με πλήρη γνώση ή προς πλήρη γνώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πυστός (< πυνθάνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • περίπυστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)] …   Dictionary of Greek

  • πολύπυστος — ον, Α φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυστός (< πυνθάνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”